- κοφινιά
- η [κοφίνι]το περιεχόμενο ενός κοφινιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοφινιά — η το περιεχόμενο ενός κοφινιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό … Dictionary of Greek
κοφινώ — (Α κοφινῶ, όω) [κόφινος] νεοελλ. προτειχίζω οχύρωμα με κοφίνια γεμάτα χώμα ή καλύπτω κάτι με κοφίνια αρχ. παθ. κοφινοῡμαι, όομαι καλύπτομαι με κοφίνι … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
κοφίνι — το (AM κοφίνιον) σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος νεοελλ. 1. κυψέλη μελισσών 2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» λέγεται … Dictionary of Greek
κοφινάς — Βουνό (1.231 μ.) της Κρήτης στον νομό Ηρακλείου. Υψώνεται Ν της πεδιάδας της Μεσαράς και κατά μήκος των ακτών του Λιβυκού πελάγους, στα νότια παράλια της πρώην επαρχίας Μυλοποτάμου. Προς τα Δ αποτελεί προέκταση της οροσειράς Δίκτης και καταλήγει… … Dictionary of Greek
κοφινιάζω — [κοφίνι] τοποθετώ πράγματα σε κοφίνια … Dictionary of Greek
κοφινοποιός — ο (Α κοφινοποιός) αυτός που κατασκευάζει κοφίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek